σωρείτης

σωρείτης
σωρείτης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σωρείτης — ο, ΝΑ, και σωρίτης Α (λογ.) 1. είδος σύνθετου συλλογισμού ο οποίος μπορεί να αναλυθεί σε τόσους απλούς συλλογισμούς όσες είναι και οι προτάσεις, εκτός από την πρώτη και την τελευταία 2. το επιχείρημα τού σωρού, κατά το οποίο εξακολουθούμε να… …   Dictionary of Greek

  • σωρείτης — ο είδος σύνθετου διαλογισμού που αποτελείται από πολλούς αλληλένδετους απλούς διαλογισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωρειτῶν — σωρείτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρεῖται — σωρείτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρείτην — σωρείτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρείτου — σωρείτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρείτας — σωρείτᾱς , σωρείτης masc acc pl σωρείτᾱς , σωρείτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσανοσωρείτες — οι (μετεωρ.) κύρια κατηγορία νεφών τα οποία έχουν τη μορφή λεπτών λευκών σφαιρών, φύλλων ή στρωμάτων, διατεταγμένων με τη μορφή πολύ λεπτών πτυχώσεων ή κυματισμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + σωρείτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cirro… …   Dictionary of Greek

  • σωρίτης — ὁ, Α βλ. σωρείτης …   Dictionary of Greek

  • σωρειτικός — και σωριτικός, ή, όν, Α [σωρείτης / σωρίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωρείτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”